-
1 προσπλάζω
A beat or knock against, touch,κῦμα δέ μιν προσπλάζον ἐρύκεται Il.12.285
: c. dat., [λίμνη] προσέπλαζε γενείῳ Od.11.583
;γαίης.. πεῖρας.. ἠέρι προσπλάζον Xenoph.28.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσπλάζω
См. также в других словарях:
προσπλάζω — Α (ως ποιητ. συντετμημένος τ. τού προσπελάζω) χτυπώ πάνω σε κάτι, προσκρούω («κῡμα δὲ μιν προσπλάζον ἐρύκεται», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πλάζω «πλήττω, χτυπώ»] … Dictionary of Greek